πατινάρισμα

πατινάρισμα
το [πατινάρω]
1. η πράξη τού πατινάρω, το πατινάζ, η πεδιλοδρομία ή η παγοδρομία
2. τεχνολ. γενική ονομασία φαινομένων κατά τα οποία δύο επιφάνειες που θα έπρεπε να έχουν ισχυρή πρόσφυση γλιστρούν μεταξύ τους, ολίσθηση, γλίστρημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πατινάρισμα — το (λ. γαλλ.) 1. πεδιλοδρομία, παγοδρομία. 2. η επιτόπου στροφή τροχού του αυτοκινήτου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τροχοπεδιλοδρομία — η, Ν [τροχοπεδιλοδρομώ] τρέξιμο με τροχοπέδιλα, κν. πατινάρισμα, πατινάζ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”