- πατινάρισμα
- το [πατινάρω]1. η πράξη τού πατινάρω, το πατινάζ, η πεδιλοδρομία ή η παγοδρομία2. τεχνολ. γενική ονομασία φαινομένων κατά τα οποία δύο επιφάνειες που θα έπρεπε να έχουν ισχυρή πρόσφυση γλιστρούν μεταξύ τους, ολίσθηση, γλίστρημα.
Dictionary of Greek. 2013.